Ἐταξίδευσε, γιὰ νὰ συμπληρώσῃ τὴ θεατρική του κατάρτιση, στὸ Ἁννόβερο, τὴν Κοπενχάγη καὶ τὴν Δρέσδη, ὅπου εἶδε σαιξπηρικὰ δράματα (Ἅμλετ, Βασιλιὰ Λῆρ κ.ἄ.) κ᾽ ἔργα τοῦ Εὐγενίου Σκρίμπ (ἡ τεχνική του τοῦ καλοφτειαγμένου ἔργου ἐπηρέασε τὴν δραματουργία τοῦ Ἴψεν) Κατὰ τὸ ταξίδι συνέλαβε τὴν ἰδέα γιὰ τν νύχτα τ᾽ Ἁγιαννιοῦ (θέρος 1852) μιὰ καλογραμμένη νεραϊδοκωμῳδία ποὺ ἐπίσης παρέλειψε στὰ Ἅπαντά του. Τὸν ἐξέπληξε ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ τοῦ Χριστιανοῦ Χέμπελ, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν παλαιότερη ἀστικὴ (1843) τραγῳδία (bürgerliches Trauerspiel) στὸ κοινωνικὸ δρᾶμα ποὺ ἔχει ὡς κατακλεῖδα τὴ φράση: Δέν καταλαβαίνω πλέον τὸν κόσμο! -κάτι σύστοιχο μὲ τὸ τέλος τῆς Ἀγριόπαπιας.