[ Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Ὄλαφ Λίλιεκρανς.]

Ἡ κεκτημένη τεχνικὴ καὶ ἡ ἐν γένει ἱκανότητα τοῦ νεαροῦ δραματουργοῦ καὶ ποιητῆ παράγουν στίχους ἐπιγραμματικῆς ἐνάργειας καὶ πυκνότητας:

Ἐσταύρωσα τὰ χέρια μου – τὴν προσευχή μου πιάνω! –,
μὰ δέθηκεν ἡ γλῶσσα μου κ᾽ οἱ σκέψεις μου θολῶσαν·
οἱ νότες μὲ μαγέψανε -τὸ λογισμό μοῦ κλέψαν.
Τὴ μιά σὰ γέλιο ἀκούγονταν, τὴν ἄλλη ὁπως τὸ κλάμα –
τὴ μιὰ χαράν ἐσκόρπαγε, τὴν ἄλλη μοῦ φαινόταν
σὰ νἆταν λύπη μέγιστη ποὺ τὴν καρδιὰ συθλίβει,
σὰ νἆταν θλίψη τρομερὴ καὶ θάνατος ὁλοῦθε
μές στὸ σκοπὸν ποὺ γήτευε, κυλοῦσε, προχωροῦσε
κι ὡς ρεῦμα μὲ κατέκλυζε κ᾽ ἐπιάνετο ἡ ἀνάσα!

Α΄ πράξη, σελ. 65.

Πολλοί ἐχουνε σπαθὶ σωστὸ καὶ καλοζυγιασμένο,
ἀλλὰ ἡ λεπίδα σκούριασε καὶ στόμωσεν ἡ κόψη·
πολλοί τὴν ἅρπαν ἔχουνε νὰ κρέμεται στοὺς τοίχους
λησμονημένη σὲ γωνιά, ἀδιάφορη στοὺς πάντες,
κι ὅμως τοῦ Κόσμου ἡ δύναμη καὶ ἡ μαγεία ὅλη
κοιμοῦνται μέσα στὶς χορδὲς καὶ σιγοαναδεύουν.

Α΄ πράξη, σελ. 68.

Κάθισες θερινὴ νυχτιὰ σὲ λίμνη ἐρημωμένη
ποὺ νἄχῃ τόσο βάθος κεῖ τὸν πάτο νὰ μή βλέπῃς;
Τὸ φῶς τῶν ἄστρων νὰ θωρῇς νὰ λάμπῃ στὸ νεράκι –
τὰ μάτια ἐτοῦτα τὰ σοφὰ περσότερα ποὺ ξέρουν
νὰ ποῦν, νὰ ξεστομίσουνε ἀπ᾽ ὅτι χίλιες γλῶσσες;..
Ἐγὼ συχνὰ καθόμουνα ν᾽ ἁρπάξω μὲ τὰ χέρια
στὸ βάθος σὰν τρεμόπαιζαν τὰ πάντα ἐκεικάτω·
καὶ νὰ τὰ πιάσω ἐκεῖ μεμιᾶς καθὼς κοντά μου βαῖναν·
μὰ θόλωναν καὶ χάνονταν σὰ μάτια ἀπὸ τὸ κλάμα,
καὶ μάταια ὅλο τἄψαχνα καὶ μάταια προσπαθοῦσα…

Α΄ πράξη, σελ. 76.

Ἂχ πίστευα καὶ νόμιζα γιὰ πλούσια τὴ ζωή μου!
Μὰ τίποτες ἀληθινό -ὁλα τους πλάσμα ἀπάτης,
ὅλα τους μόνο μιὰ ψευτιά -παγίδας ἦταν ψεύδη.
Τίποτα δὲν ἀγγίζεται -δὲν πιάνεται μὲ χέρια·
τίποτα δὲ διακρίνεται μὲ μάτια ξυπνημένα·
τίποτα δὲ στεριώνει κεῖ, σὰν τὄχουμε γνωρίσει!

Γ΄ πράξη, σελ. 145.