fbpx

Περὶ τοῦ: «Ἕνα ὄνειρο»

Ὁ ἔφηβος Ἴψεν (1841) συλλαμβάνει ἐνορατικῶς τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ὡς πορεία: μίαν ἀνάβασιν καὶ μίαν κατάβασιν ἐντὸς τοῦ κοσμικοῦ Θεάτρου. Ἡ σύλληψη ἀνάγεται στὸ ὄνειρο τοῦ Ἰακὼβ μὲ τὴν κλίμακα τῶν ἀγγέλων (Γένεσις ΚΗ΄ 12):

Ἰδοὺ κλίμαξ ἐστηριγμένη ἐν τῇ γῇ, ἧς ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ θεοῦ ἀνέβαινον καὶ κατέβαινον ἐπ᾽ αὐτῆς.

Ἡ βιβλικὴ θέαση τῶν ἀνθρωπίνων δαιμονικῶς ἀκολουθεῖ τὴν συνόλη παραγωγὴ τοῦ Νορβηγοῦ δραματουργοῦ, μ’ ἐπιστέγασμα τὸν τραγικὸ Μπράντ, τὸ κοσμοθεωρητικό: Αὐτοκράτωρ καὶ Γαλιλαῖος καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὕστατο: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροί.

Τὸ κείμενο πρωτομετεφράσθη στὴν Ἑλληνικὴ ἐντὸς ὑποσημειώσεως γιὰ τὴν Γιορτὴ στὸ Σούλχαουγκ.

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τοῦ «Ὄλαφ Λίλιεκρανς»

[ Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Ὄλαφ Λίλιεκρανς.]

Ἡ κεκτημένη τεχνικὴ καὶ ἡ ἐν γένει ἱκανότητα τοῦ νεαροῦ δραματουργοῦ καὶ ποιητῆ παράγουν στίχους ἐπιγραμματικῆς ἐνάργειας καὶ πυκνότητας:

Ἐσταύρωσα τὰ χέρια μου – τὴν προσευχή μου πιάνω! –,
μὰ δέθηκεν ἡ γλῶσσα μου κ᾽ οἱ σκέψεις μου θολῶσαν·
οἱ νότες μὲ μαγέψανε -τὸ λογισμό μοῦ κλέψαν.
Τὴ μιά σὰ γέλιο ἀκούγονταν, τὴν ἄλλη ὁπως τὸ κλάμα –
τὴ μιὰ χαράν ἐσκόρπαγε, τὴν ἄλλη μοῦ φαινόταν
σὰ νἆταν λύπη μέγιστη ποὺ τὴν καρδιὰ συθλίβει,
σὰ νἆταν θλίψη τρομερὴ καὶ θάνατος ὁλοῦθε
μές στὸ σκοπὸν ποὺ γήτευε, κυλοῦσε, προχωροῦσε
κι ὡς ρεῦμα μὲ κατέκλυζε κ᾽ ἐπιάνετο ἡ ἀνάσα!

Α΄ πράξη, σελ. 65.

Πολλοί ἐχουνε σπαθὶ σωστὸ καὶ καλοζυγιασμένο,
ἀλλὰ ἡ λεπίδα σκούριασε καὶ στόμωσεν ἡ κόψη·
πολλοί τὴν ἅρπαν ἔχουνε νὰ κρέμεται στοὺς τοίχους
λησμονημένη σὲ γωνιά, ἀδιάφορη στοὺς πάντες,
κι ὅμως τοῦ Κόσμου ἡ δύναμη καὶ ἡ μαγεία ὅλη
κοιμοῦνται μέσα στὶς χορδὲς καὶ σιγοαναδεύουν.

Α΄ πράξη, σελ. 68.

Κάθισες θερινὴ νυχτιὰ σὲ λίμνη ἐρημωμένη
ποὺ νἄχῃ τόσο βάθος κεῖ τὸν πάτο νὰ μή βλέπῃς;
Τὸ φῶς τῶν ἄστρων νὰ θωρῇς νὰ λάμπῃ στὸ νεράκι –
τὰ μάτια ἐτοῦτα τὰ σοφὰ περσότερα ποὺ ξέρουν
νὰ ποῦν, νὰ ξεστομίσουνε ἀπ᾽ ὅτι χίλιες γλῶσσες;..
Ἐγὼ συχνὰ καθόμουνα ν᾽ ἁρπάξω μὲ τὰ χέρια
στὸ βάθος σὰν τρεμόπαιζαν τὰ πάντα ἐκεικάτω·
καὶ νὰ τὰ πιάσω ἐκεῖ μεμιᾶς καθὼς κοντά μου βαῖναν·
μὰ θόλωναν καὶ χάνονταν σὰ μάτια ἀπὸ τὸ κλάμα,
καὶ μάταια ὅλο τἄψαχνα καὶ μάταια προσπαθοῦσα…

Α΄ πράξη, σελ. 76.

Ἂχ πίστευα καὶ νόμιζα γιὰ πλούσια τὴ ζωή μου!
Μὰ τίποτες ἀληθινό -ὁλα τους πλάσμα ἀπάτης,
ὅλα τους μόνο μιὰ ψευτιά -παγίδας ἦταν ψεύδη.
Τίποτα δὲν ἀγγίζεται -δὲν πιάνεται μὲ χέρια·
τίποτα δὲ διακρίνεται μὲ μάτια ξυπνημένα·
τίποτα δὲ στεριώνει κεῖ, σὰν τὄχουμε γνωρίσει!

Γ΄ πράξη, σελ. 145.

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῆς «Ἀγριόπαπιας»

[Τοῦ μεταφραστῆ καὶ σχολιαστῆ τοῦ Ἴψεν, Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου:]

Μεγαλώνουμε κι ἀνατρεφόμαστε, μ᾽ ὅποια ἐπιτυχία, ἐκλαμβάνοντας τὴν ἁρμονία τῆς οἰκογένειας ὡς κάτι αὐταπόδεικτο. Τέτοια εἶν᾽ ἡ κοινωνικὴ ἀνάγκη ποὺ δέν ἀφήνει περιθώρια στὴν ἐννόηση τοῦ προφανοῦς: Τό «αὐταπόδεικτο» δέν εἶναι παρὰ εὐκτέο… Προϋποθέτουμε ὡς τετελεσμένο ὅ,τι θἄπρεπε νἆναι ἀντικείμενο συνεχοῦς πάλης σὲ μιὰν ἀρένα ὅπου μοναδικὸ ὅπλο κι ἀσπίδα στέκει ἡ φιλαλήθεια· ὄχι βεβαίως ἡ ἰδεοληψία κάθε ΓΚΡΕΓΚΕΡΣ, γιατὶ κι αὐτὴ βαθύτατο ψέμα συστήνει στὴν προσπάθειά της νὰ καλουπώσῃ τὸν Κόσμο μές στὰ λειψά της μέτρα… Ἡ κριτικὴ στάση ξεκινάει ἀπ᾽ τὰ πλέον οἰκεῖα, τὰ πλέον «δικά», φαίνεται νὰ ὑποστηρίζῃ ὁ δραματουργός. Ἡ ἀγριόπαπια συμπληρώνει, ἔτσι, τὸ αἴτημα γιὰ καθαρότητα βίου ποὺ προβάλλει ἄτεγκτο στὸ προηγούμενο δρᾶμα: Ἡ αὐλαία κλείνει ἐκεῖ μὲ τὸ γιατρὸ ΣΤΟΚΜΑΝΝ νὰ ἐπαίρεται γιὰ τὴν ἱκανότητά του νὰ παραμένῃ, ἂν καὶ κοινωνικὰ ἀπομονωμένος, ὄρθιος· μὰ ἔχει γύρω του τ᾽ ἀγαπημένα πρόσωπα -τὴν οἰκογένειά του. Τί ρώμη κι ἀδαμάντινο χαρακτῆρα θἄδειχνε τάχα, ἂν τὸ σπιτικό του ἔζεχνε ἀπὸ βρικολακιασμένα μυστικά;..

Γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος, βλ. ἐδῶ.

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση τῆς «Γιορτῆς στὸ Σούλχαουγκ»

[Τοῦ μεταφραστῆ καὶ σχολιαστῆ τοῦ Ἴψεν, Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου:]

Τὰ τραγούδια συμπληρώνουν τούτη τὴν αἴσθηση. Πρῶτα ἐντάσσονται ἀπολύτως στὴ δράση, ὅπως λ.χ. τ᾽ ἀντίστοιχα στὸν Πέερ Γκύντ. Ἔπειτα, ἐπεκτείνουν τὸν δραματικὸ ὁρίζοντα -εἶναι σὰ νὰ φέρνουν πάνω στὴ σκηνὴ τὴ νορβηγικὴ ὕπαιθρο μὲ τὰ τοπία τῶν φιόρδ, τῶν λιβαδιῶν καὶ τῶν βουνῶν της· κατὶ παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τὶς στιχηρὲς ἀφηγήσεις, ὅπου ἡ Φύση παίρνει ψυχὴ καὶ ζωντανεύει. Ὄντως, ἡ ἀτμόσφαιρα δονεῖται ἀπ᾽ τὴν ἑορταστικὴ διάθεση τοῦ ἴδιου τοῦ δραματουργοῦ -ἀπὄνα ἁπαλὸ καλοκαιριάτικο ἀεράκι. Ἀκόμα καὶ τὰ σκοτεινότερα σημεῖα ἔχουν μιὰ χάρη καὶ μιὰν εὐλυγισία· δίχως τὸ στίχο θὰ καταντοῦσαν λόγια στομφώδη.

Γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος, βλ. ἐδῶ.

Ἀπὸ τὴν ἀνάλυση γιὰ τὸν «Τάφο τοῦ πολεμιστῆ»

[Τοῦ μεταφραστῆ καὶ σχολιαστῆ τοῦ Ἴψεν, Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου:]

Ὁ τότε ἐπαρχιωτισμὸς τοῦ παγωμένου εὐρωπαϊκοῦ ἄκρου, δέν ἀρκεῖ γιὰ τὸν Ἴψεν: Ὁδηγεῖ σὲ μονομέρειες, ἰδεοληψίες κι ἀποκλεισμούς. Ποθεῖ ὁ Νορβηγὸς νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν κοσμοπολιτισμὸ τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς ἐκπολιτισμένης Μεσογείου· τὸ mare nostrum δέν ἀποτελεῖ γιὰ κεῖνον ἰμπεριαλιστικὴ διαπίστωση, ἀλλ᾽ ἀχτῖδα ἐλπίδας γιὰ διεθνῆ εἰρήνη. Αὐτό διατρανώνει ὁ πυρῆνας τῆς πλοκῆς: τὴ γόνιμη συνάντηση Βορρᾶ καὶ Νότου, τό «εὐαγγέλιο» τῆς Ἀναγέννησης μετὰ ἀπ᾽ τὸ Ragnarok -τὸν πρόσκαιρο χαμὸ τῶν πατρῴων θεῶν.

Γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος, βλ. ἐδῶ.