Ἀπὸ τὸν σχολιασμὸ στὸν Τάφο τοῦ πολεμιστῆ τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, σελ. 39, ὑπ. 25:

Ragnarok (= τὸ πεπρωμένο τῶν διοικουσῶν δυνάμεων· ἀρχαιοσκανδιναυικά: ragnaro̞k), δηλαδὴ ὁ χαμὸς ποὺ πέπρωται γιὰ τοὺς θεοὺς καὶ στὰ Γερμανικὰ ἀποδίδεται ὡς Götterdämmerung (= τὸ λυκόφως τῶν θεῶν -παράβαλε καὶ τὴν ὁμώνυμη βαγκνερικὴ ὄπερα), καθὼς ἐπῆλθε κάποια στιγμὴ σύγχυση μεταξὺ τοῦ rǫk = πεπρωμένο καὶ τοῦ røkkr = λυκόφως (παράβαλε ἔρεβος).

Δράκος καὶ ὄφις σκαλισμένοι στὴν βορεία πύλη τῆς ξύλινης ἐκκλησίας τοῦ Οὖρνε (δυτικὴ Νορβηγία). Περίπου στὸ 1.000. Οἱ μορφὲς ἑρμηνεύονται ὡς ὁράματα τοῦ Ράγκναροκ.