[Μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλο τὸ ποίημα ποὺ ἀπετέλεσε πρῶτο ὑλικὸ γιὰ τὴν Ἀγριόπαπια τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν.]

Ἤρεμη μιὰ ἀγριόπαπια κολυμπάει
ψηλά κοντὰ στὴ στεριά.
Τὸ κυματάκι σκάει
στὴ λευκή της τὴν ποδιά.

Κυνηγὸς σκυφτὸς στὴ σκιά,
πά᾽ στὴν ἀπότομη πλαγιά,
γιὰ πλάκα ρίχνει μιά
στῆς πλάσης τὴν τόσην ὀμορφιά.

Τὸ πουλὶ πῶς νὰ φύγῃ
στὴ φωλιά του νὰ κρυφτῇ;..
Ποτέ της δὲ θὰ παραπονεθῇ
ὅσο κι ἂν βασανισθῇ.

Κ᾽ ἔτσι βουτάει σιωπηλά
στὸ σκότεινο τὸ φιὸρδ βαθιά.
Ἀποπάνω τὸ κύμα τὸ ψυχρὸ
μεμιᾶς σβήνει τὴν ὁδό.

Μές στῆς θάλασσας τὸν πάτο
μεγαλώνει φύκι ἀφράτο..-
κεικάτω τὰ βλέφαρα σφαλνᾶ,
πλάι στὰ ψάρια τὰ βουβά.