[Ἀπὸ τὸ βιβλίο Georg Brandes, Henrik Ibsen, Gyldendalske Boghandels Forlag, Kjøbenhavn 1898, σελ. 9-10, κατὰ μετάφρασιν τοῦ Θεοδόδη Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]

Ὁ Ἑρρῖκος Ἴψεν δέν εἶναι χαρούμενος ποιητής. Ἕνας χαρούμενος ποιητὴς νωρίς, ἂν ὄχι ἀμέσως, εὑρίσκει ἐντός του ἕνα περιεχόμενο, ἕνα περιεχόμενο νέων θεμάτων, μιᾶς ὤμορφης καὶ καθαρῆς ἐκφράσεως ὅλων ὅσα δύναται νὰ ἐκφράσῃ κατὰ τὴν συγκεκριμένην φάσιν τῆς ἐξελικτικῆς του πορείας. Τοιοῦτος ποιητὴς πιθανὸν θὰ παραγάγῃ κατὰ τὸ διάβα τοῦ χρόνου σημαντικώτερα ἔργα ἀπὸ τὸ πρῶτο καί, ἀναλόγως τῆς προόδου τῆς σκέψεώς του, θὰ φανῇ συχνὰ ἱκανὸς ν᾽ ἀλλάξῃ τὴν μορφὴ ἢ τὸ ὕφος τῆς τέχνης του· ἀλλὰ κάθε του ἔργο θὰ εἶναι τέλειο κατὰ τὸ εἶδος του, καὶ ὅλα των – παρὰ τὶς διαφορές – θὰ ἔχουν δύο κοινὰ σημεῖα: τὸ ἀποτύπωμα τοῦ ὡραίου κ᾽ ἐκεῖνο τοῦ ἰδίου τοῦ πνεύματός του. Δέν συμβαίνει τοῦτο στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Ἴψεν καὶ στὰ ποιήματά του. Ἐκκινεῖ ἐπανειλημμένως – κάθε φορά – ὡς νὰ ἔτρεχε πρὶν ἀπὸ τὸ ἅλμα ποὺ θὰ τὸν ἔφερε στὴν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας· ὅμως, γιὰ πολύ καιρὸ φαίνεται ὡς ἂν τὸ ἅλμα δὲν θὰ ἐπιχειρηθῇ ποτέ. Ἡ ἰδιοφυΐα του δέν ἠρεμεῖ· συστρέφεται ὡσὰν ἄρρωστο, ἀκάματο παιδί· κάποτε ἀναζητεῖ ἀνάμεσον τῶν ὀνείρων καὶ τῶν σκέψεων, ἀλλὰ δέν τὰ θεωρεῖ ἐκεῖνα ἀρκετὰ εὐκρινῆ ἢ ἱκανὰ νὰ προβοῦν ἀπογυμνωμένα στὴν ζωντάνια τους· ἄλλοτε ἀναζητεῖ κ᾽ εὑρίσκει ἀψεγάδιαστο ὕφασμα, καλύπτεται μὲ κεῖνο, ὥστε νὰ καταστῇ ἀγνώριστος σχεδόν· ἀποζητεῖ ὕφος -ὄχι, κάτι περισσότερο: γλῶσσα· ἔπειτα παραιτεῖται ἐξ ὅσων ἀνεκάλυψε, συνειδητοποιεῖ ὅτι οἱοδήποτε δάνειο εἶναι πλήρης ζημία καὶ μοχθεῖ, ἕως ὅτου εὕρῃ ἑαυτόν ἐν τέλει.