[Ἀπὸ τὸ κείμενο Παιδικὲς μνῆμες τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν σὲ μετάφραση τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου· προτάσσεται στ’ ὁμώνυμο θεατρικὸ ἔργο.]

Μὰ τὴ Νύχτα τ᾽ Ἁγιαννιοῦ, τὰ πράγματα κυλοῦσαν πιό χαρούμενα: Δέ γιορταζόταν ἀπ᾽ ὅλους μαζί· τ᾽ ἀγόρια κ᾽ οἱ νέοι τῶν πόλεων χωρίζονταν σὲ συντροφιὲς τῶν πέντε-ἕξι ἀτόμων καὶ ψάχνανε νὰ βροῦν καύσιμη ὕλη γιὰ τὴ δικιά τους τὴν πυρά… Ἤδη, ἀπ᾽ τὴν Πεντηκοστή, μαζευόμασταν καὶ πηγαίναμε στὰ ναυπηγεῖα καὶ τὰ καταστήματα τοῦ Σίεν νά «ἱκετεύσουμε» γιὰ κάνα βαρέλι πίσσα..- παράξενο ἔθιμο ποὺ βαστοῦσε ἀπὸ καιροὺς λησμονημένους… Γιὰ ὅ,τι δέν παίρναμε μὲ σύμφωνη γνώμη, μὰ τὸ κλέβαμε, μήτε ὁ ἰδιοκτήτης, μήτε ἡ ἀστυνομία σκέφτονταν ποτὲ νὰ μᾶς ἐπιπλήξουν κάπως. Ὁπότε, μιὰ συντροφιὰ ἅρπαζε ἔτσι ὁλόκληρη στοίβα ἀπὸ βαρέλια πίσσα!.. Τὸ ἴδιο πάνω χέρι εἴχαμε καὶ στὶς παλιές τὶς βάρκες!: Ἂν καταφέρναμε ν᾽ ἀποφύγουμε τὰ ἐμπόδια στὴ στεριά, μπορούσαμε νὰ τὶς τραβήξουμε μακριὰ μὲ τὴν ἡσυχία μας καὶ νὰ κρατήσουμε τὰ λάφυρα· εἴχαμε μ᾽ ἀσφάλεια ἀποθηκευμένο ὅ,τι ἦταν ἰδιοκτησία μας πιὰ ἤ,.. τέλοσπάντων,.. δέν τὄχε κάποιος ἄλλος διεκδικήσει… Οἱ βάρκες περιφέρονταν – μέρες πρὶν ἀπ᾽ τὴ Νύχτα τ᾽ Ἁγιαννιοῦ – θριαμβικά στὰ σοκκάκια πρὸς τὸ σημεῖο τῆς πυρᾶς. Στὴ βάρκα μέσα καθόταν ἕνας βιολιστὴς κ᾽ ἔπαιζε· τὄχα δεῖ πολλές φορὲς καὶ κάποτε εἶχα συμμετάσχει καὶ σὲ μιὰ τέτοια πομπή…