[Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν· μετάφραση Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]

Στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Φιάρε κάποιο τάφον εἶδα
σὲ σημεῖο ποὺ τὸ ἔπιανε ὁ ἀγέρας
κ᾽ ἦταν ἀφρόντιστος, στὸ χῶμα βυθισμένος,
ἀλλὰ τὸ μαυροσάνιδο στεκόταν –
ἦταν πάνω λευκογραμμένο: Thærie Wiighen
μὲ τὴ χρονιὰ ποὺ τὸ κακό συνέβη…
Βρισκότανε στὸ καῦμα τοῦ ἥλιου, μές στὸ ἀγέρι·
μεγάλωναν σκληρὰ κι ἀτίθασα τὰ χόρτα
καί, στὸ ἀνάμεσον, ἄγρια λουλούδια.