[Ἀπὸ τὸ δρᾶμα: Ὄλαφ Λίλιεκρανς τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν· μετάφραση Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]

Πήγαινα καβάλλα στὸ λιβάδι, κάτω ποὺ τρέχει ὁ ποταμός..- ἦταν νύχτα, καὶ τὰ τραγούδια κ᾽ οἱ σκοποὶ παράξενα μὲ κύκλωναν…

Χάθηκα κι ἄφησα τὸ μονοπάτι μου -μάκρυνα -βαθιά, ἀνάμεσα στὰ βουνά, βρῆκα τὴν ὄμορφη κοιλάδα ποὺ πόδι δὲν εἶχε ξαναπατήσει καὶ μάτι δὲν τὴν εἶχε ξαναχαρῆ πρὶν ἀπὸ μένα… Βαρύς ὕπνος μὲ κατέλαβε, ἑνῷ οἱ ξωτικιὲς παῖζαν καὶ μὲ τραβῆξαν στὸ παιγνίδι τους…

Μὰ τότε ξύπνησα, καὶ λύπη εἶχε σκεπάσει τὸ λογισμό μου· γύρισα καβάλλα σπίτι, ἀλλὰ δέν μποροῦσα ἄλλο κεῖ νὰ μείνω· μοῦ φαινόταν σὰ ν᾽ ἄφησα πίσω μου τὴν πιό πλούσια, τὴν καλύτερη ζωή· καὶ σὰ νἆταν θησαυρὸς ἐκεῖ ἔνδοξος γιὰ μένα φυλαγμένος, ἂν τὸν ἔψαχνα καὶ τὸν εὕρισκα…

Ἔπρεπε ν᾽ ἀνέβω στὴν κοιλάδα, προτοῦ νὰ βρῶ εἰρήνη…

Ἦρθες καὶ μὲ συνάντησες ὄμορφη καὶ λαμπερὴ τότε· ἅρπαξα τὸ χέρι σου, σὲ κοίταξα στὰ μάτια -Γῆ καὶ Οὐράνια – ὁ Κόσμος ὅλος! – στεκόταν μές στὰ μάτια σου!.. Τότε λησμόνησα φίλους καὶ συγγενεῖς!..

Ξανάρθα τὴν ἄλλη νύχτα, σ᾽ ἀγκάλιασα ἀπ᾽ τὴ μέση, σ᾽ ἔσφιξα μές στὸ στῆθος μου -ἡ εὐλογία τ᾽ Οὐρανοῦ στὴν ἀγκαλιά σου μέσα…

Καὶ ξέχασα κ᾽ ἐγὼ βαφτιστικὸ καὶ σπίτι τῶν προγόνων…

Κ᾽ ἦρθα τὴν τρίτη τὴ νυχτιά – ἔπρεπε νἀρθῶ! –, σοῦ φίλησα τὰ κόκκινα χειλάκια καὶ τὸ βλέμμα μου βυθίστηκε στὴν ψυχή σου… Περισσότερα ἦταν κειμέσα ἀπ᾽ ὅλη τὴ δόξα τοῦ Κόσμου! Ξέχασα κι ἄλλο ἀπὸ Θεὸ καὶ σπίτι, κι ἄλλο ἀπὸ Γῆ καὶ Οὐράνια -ξέχασα τὸν ἑαυτό μου!

Τὸ ἔργο στὴ Σειρὰ Ἴψεν.