Solen. Solen.
Ὁ ἥλιος. Ὁ ἥλιος.
[ΟΣΒΑΛΤ, Ἑρρίκου Ἴψεν Βρικόλακες, τέλος Γ΄ πράξης.]
Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια σφραγίζεται τὸ πέρασμα τοῦ Ὄσβαλτ στὸ νοητικὸ σκοτάδι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας του· ἔχει ἤδη χάσει κιόλας τ’ ὅποιο μερτικό του στὴν ἀγάπη.
Ὁ Ἰουλιανὸς στὸν Αὐτοκράτορα καὶ Γαλιλαῖο (τὸ opus magnum κατὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἴψεν) πεθαίνει μές στὴν ἀπελπισία του γιὰ τὸ ναυαγισμένον ἀρχαῖο κόσμο, ρωτῶντας τραγικά τὸν Ἀπόλλωνα-Λοξία, τὸ θεὸ τοῦ φωτός:
O, sol, sol, – hvi bedrog du mig?
Ὦ Ἥλιε Ἥλιε,.. πῶς μ’ ἐξαπάτησες;
[Ἑρρίκου Ἴψεν Αὐτοκράτορας καὶ Γαλιλαῖος, τέλος Β΄ μέρους: Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανός· Samlede værker. Πρβλ Κατὰ Ματθαῖον, KΖ΄ 46: Θεέ μου θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;]
Κ’ εἶναι ἐσκεμμένα ἀμφίσημο κατὰ πόσον ὁ γόνος τῶν Ἄλβινγκ θέλει νὰ κρυφτῇ ἀπ’ τὸν ἥλιο (ὡς βρικόλακας) ἢ νὰ τὸν ἀντικρύσῃ γιὰ στερνὴ φορὰ σὰν τὸν Οἰδίποδα στὸ σοφόκλειο δρᾶμα:
Ἰοὺ ἰού· τὰ πάντ’ ἂν ἐξήκοι σαφῆ.
Ἄαα, φανερώθηκαν ὅλα πιά.
Ὦ φῶς, τελευταῖόν σε προσβλέψαιμι νῦν…
Φώωως, νὰ σ’ ἔβλεπα γιὰ στερνὴ φορά…
[Σοφοκλέους Οἰδίπους Τύραννος, στ. 1182-3.]
Τὸ σπαραχτικὸ τέλος τοῦ Ὄσβαλτ θὰ μποροῦσε νὰ προταχθῇ σ’ ὁλόκληρο τὸ ἔργο τοῦ Ἴψεν: ἀκόμα κι ὁ ἐκφυλισμένος πιὰ νοῦς τοῦ ἄτυχου καλλιτέχνη ψάχνει τὸ φῶς -τὴν ἀλήθεια παρὰ ποὺ τὴν τρέμει…
Ἡ πορεία τοῦ ἄτυχου νέου ταυτίζεται μὲ τὸ τετράστιχο Et vers (= Ἕνας στίχος) ποὺ συμπεριλαμβάνει ὁ Ἴψεν σὲ μιὰν ἐπιστολὴ πρὸς τὸ μεταφραστὴ τῶν δραμάτων του Ludwig Passagre (16-6-1880) καὶ τὄχε τυπώσει καὶ στὴ συλλογὴ τῶν Ποιημάτων του:
At leve er – krig med trolde
Ζῶντας -πολεμᾶς μὲ δαίμονες
i hjertets og hjernens hvælv.
στοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς τὸ κάστρο.
At digte, – det er at holde
Δημιουργῶντας -καλεῖς νἀρθῇ
dommedag over sig selv.
ἐπάνω σου τῆς Κρίσεως ἡ Ἡμέρα.
[Ἡ προμετωπίδα τοῦ Ἰδού ὁ ἄνθρωπος! στὴν ἐδῶ Σειρὰ Ἴψεν.]
Ἴδια κ’ ἡ οὐσία τῶν ἀρκτικῶν στίχων τοῦ πρώτου ἔργου τοῦ Ἴψεν, τοῦ Κατιλίνα:
Jeg må! Jeg må; så byder mig en stemme
«Πρέπει!.. Πρέπει!..» μὲ προτρέπει μιὰ φωνὴ
i sjælens dyb, – og jeg vil følge den.
ἀπὸ τὰ μύχια τῆς ψυχῆς… καὶ θὰ ὑπακούσω!
Kraft ejer jeg, og mod til noget bedre,
Ἔχω δύναμη -θάρρος γιὰ κάτιτίς καλύτερο,
til noget højere, end dette liv [].
ὑψηλότερο ἀπὸ τούτη δῶ τὴ ζήση.
Vågn, Catilina; – vågn, og vord en mand!
«Ξύπνα, Κατιλίνα -σήκω! Ξύπνα καὶ φέρσου ἀντρίκια!»
[Ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ μονόλογο τοῦ Κατιλίνα.]
Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ κακόμοιρος Ὄσβαλτ ἔχασε τὴ μάχη μὲ τὰ τρόλλ (trolde) — τοὺς δαίμονες τῆς ψυχῆς του — κ’ ἡ εὐθύνη δέν ἦταν δικιά του μὰ τοῦ πατέρα καὶ κυρίως τῆς μητέρας του («ἀμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα»· βλ. Ἔξοδος, Κ΄ 5· Δευτερονόμιον, Ε΄ 9). Ἡ μοῖρα του (καὶ μαζὶ τῆς μάννας του) ἀποτελεῖ μιὰ πικρὴ κι ἄκρως ἀπαισιόδοξη ὑπόμνηση: Παρὰ τὴ συνείδηση, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν παιδεία, τὸ κακὸ τοῦ Κόσμου δέν ἀποσοβεῖται..- ἂν ξεκινήσουν νὰ γυρνᾶνε τὰ γρανάζια τῆς καταστροφῆς, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διασώσῃ — στὴν καλύτερη περίπτωση — μονάχα τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τ’ ὅποιο ἀνθρώπινο μεγαλεῖο του (κι ὁ ἀβοήθητος Ὄσβαλτ χάνει ἀκόμα κι αὐτά). Οἱ Βρικόλακες καταδύονται στὴν παραδοξότητα τῆς Ὕπαρξης -νά γιατί θυμίζουν σὲ τόσα τὶς τραγωδίες τῶν Ἀρχαίων.
Ὁ Πάουλ Σλέντερ — ἕνας ἀπ’ τοὺς ἐπιμελητὲς τῆς γερμανικῆς ἔκδοσης τοῦ ἰψενικοῦ σώματος — παρουσίασε στὴν Vossische Zeitung (10-1-1887) τὸ ἔργο ἀπὸ μιάν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, θετικὴ σκοπιά· ὁ ἀρχισυντάκτης τοῦ πρόσθεσε, ὅμως, τὴν παρακάτω ὑποσημείωση ποὺ τότε ἔγινε εὐρέως ἀποδεκτή:
Στὶς φιλοσοφικὲς πραγματεῖες ἐπιλύονται τὰ δυσκολώτερα ἠθικά, κοινωνικὰ καὶ φιλοσοφικὰ προβλήματα. Γιὰ τὴν Τέχνη, ὅσο διαφορετικὲς κι ἂν εἶναι οἱ ὅποιες τάσεις, παραμένει ἀκατάρριπτος ἕνας νόμος: Τὸ ἔργο πρέπει νὰ μᾶς προσφέρῃ ἀπόλαυση κ’ ἡδονή — νὰ μᾶς ἐξυψώνῃ — καὶ νὰ μήν προκαλῇ ἀποτροπιασμό, νὰ μήν ἀποτελῇ βάσανο καί, ἀκόμα χειρότερα, νὰ μή σπέρνῃ μιὰν ἀπέλπιδα ἀμφιβολία· κι ὅλα τοῦτα ἀκόμα κι ὅταν ἡ ὑπόθεση ἑδράζεται στὴν πραγματικότητα (ποὺ ἀμφισβητοῦμε [] <γιὰ τοὺς Βρυκόλακες>). Εἶναι παρανόηση τῆς Τέχνης νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐπιλύσουμε ἠθικὰ καὶ κοινωνικὰ προβλήματα μέσῳ αὐτῆς -ἀσχέτως ἂν δίνῃ μορφὴ μιὰ δραματικὴ πλαστουργικὴ δύναμη ὅπως τοῦ Ἴψεν…
Μές στὶς τόσες παρανοήσεις του, ὁ ἀρχισυντάκτης θέτει ἄθελά του τὸ κεντρικὸ ζήτημα: Οἱ Βρικόλακες ἀσχολοῦνται μὲ θεμελιώδη προβλήματα, σὰν τ’ ἀττικὰ δράματα· δὲν παύουν, ὅμως, οὔτε στιγμὴ νἆναι ζωντανὴ κι οὐσιαστικὴ ποίηση, ὅπως καί οἱ ἀρχαῖες τραγῳδίες, καὶ κάτα τοῦτον ἀκριβῶς θεατρικώτατη δημιουργία: πλασμένη νὰ συναρπάσῃ σκηνικὰ καὶ νὰ διδάξῃ διὰ τῆς μιμήσεως. Κι ἂν ἰσχύουν ὅσα ὑποστηρίζει ὁ ἐφημεριδογράφος, τί θἄπρεπε ἀλήθεια νὰ εἰπωθῇ γιὰ τὸν σαιξπηρικὸ Ἅμλετ, τὸν γκαιτικὸ Φάουστ, τοὺς ἰψενικοὺς Πέερ Γκὺντ καὶ Μπράντ;.. Στ’ ἀλήθεια, ὑπάρχει κλασικὸ ποιητικὸ δρᾶμα ποὺ νὰ μήν καταπιάνεται μ’ ἕνα ἐρώτημα παράλληλο κάποιου κομβικοῦ ζητήματος στὴν Ἱστορία τοῦ Πνεύματος;
Ὅπως ἔγραψε ὁ Ἴψεν στὸ συμπατριώτη του Μπγιέρνσον γιὰ μιὰν ἀντίστοιχη τοποθέτηση τοῦ κριτικοῦ Πέττερσεν (ἐπιστολὴ τοῦ 1867):
Min bog er poesi;
Τὸ βιβλίο μου εἶναι ποίηση!
og er den det ikke,
Κι ἂν δέν εἶναι,
så skal den blive det.
θὰ γίνῃ ποίηση.
Begrebet poesi skal
Τῆς Ποίησης ἡ ἔννοια θ’ ἀλλάξῃ []
komme og bøje
ὥστε νὰ συμμορφωθῇ
sig efter bogen.
μὲ τοῦτο τὸ βιβλίο.
[Breve, τόμ. Ι: 1849-73, σελ. 159.]
Σ’ ἄλλη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐκδότη του (16/03/1882) ἰσχυρίζεται ὁ δημιουργός:
Min bog ejer fremtiden for sig.
Στὸ βιβλίο μου ἀνήκει τὸ μέλλον
-ὁλόκληρος ὁ 20ὸς αἰώνας δραματουργικὰ καί σεναριογραφικά.
Ὥς τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν χτύπησε ἐγκεφαλικὸ τὸ 1901, ὁ Νορβηγός «ἀρχιμάστορας» τοῦ Θεάτρου δὲ σταμάτησε νὰ μάχεται συνεχῶς, μ’ ὅπλο κι ἀσπίδα τὴν πέννα του, τὰ τρὸλλ τῆς ψυχῆς κυοφορῶντας τὸ νέο -διαρκῶς ἀποζητῶντας τὸν ἥλιο.