Ἀπὸ τὸ σημείωμα στοὺς Πολεμιστὲς στὸ Χέλγκελαντ τοῦ Ἑρρῖκου Ἴψεν, σελ. 42:

Κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα, οἱ «ποντοπόροι» Ἀρχαιοσκανδιναβοὶ κατέλαβαν ἀκόμα καὶ νησιὰ τῆς Μεσογείου· ἕν᾽ ἀπὸ τὰ ὀνόματά τους: vikingr, δηλαδὴ λῃστὲς τῆς θάλασσας/πειρατές· τὸ ἔτυμον ἀνάγεται μᾶλλον στὴ λέξη: vik (= κόλπος), ἂν κ᾽ ὑπάρχῃ ἡ συσχέτιση μὲ τὴ λατινή: vicus (= χωριό). Ἀπεδείχθησαν κ᾽ ἔμποροι ἱκανώτατοι ὥς τὴ Μέση Ἀνατολή, γιὰ τὴν πώληση τῶν λαφύρων (σοδειῶν, σκλάβων). Πέραν τῶν πλουσίων ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, περιεσώθησαν καὶ σημαντικὰ μνημεῖα τοῦ λόγου· μεταξὺ αὐτῶν, ἡ σκαλδικὴ ποίηση κ᾽ ἐκείνη τῶν σαγκῶν, ὅπου ὑμνοῦνται κατορθώματα βασιλιάδων καὶ πολεμιστῶν. Τὸ ἔτυμον τῆς λέξης skáld (= ποιητής) εἶναι ἀβέβαιο: (α΄) < *skaÞla (= ἀφήγηση) ἢ (β΄) schelder (= περιπλανώμενος ὀργανοπαίκτης) ἢ (β΄) *skawaðla (= τὸ σημαῖνον, ὁ χρησμῳδός)· γιὰ τὴ saga (= ἀφήγηση/ἀναφορά) πρβλ: segja = λέγω/κοινοποιῶ.

Νὴλς Μπλομμέρ. Ἴδουνν καὶ Μπράγκι [ὁ θεὸς τῶν σκάλδων]. 1846.