[Ἀπὸ τὴν ὑποσημείωση 79 τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου, στὴν Ἀγριόπαπια:]

Γράφει ὁ John Paulsen στ᾽ ἀπομνημονεύματά του γιὰ τὸν Ἴψεν:

Τὸ ἰδανικὸ ⟨τοῦ Ἴψεν⟩ ἦταν ὁ selfmade man [=ὁ αὐτοδημιούργητος ἄνθρωπος· Ἀγγλικὰ στὸ πρωτότυπο]. Ὅταν ἔφευγε ἕνα κουμπὶ ἀπ᾽ τὸ παντελόνι του – ποὺ συμβαίνει ἀκόμα καὶ στὸν μέγιστο τῶν ποιητῶν –, πήγαινε στὸ δωμάτιό του, κλείδωνε τὴν πόρτα καί, ὕστερ᾽ ἀπὸ πολλὲς ἄχρηστες καὶ κωμικὲς προετοιμασίες, ἔραβε τὸ κουμπὶ μοναχός του -μὲ τὴν περισσὴ φροντίδα ποὺ θὰ καθαρόγραφε κάποιο καινούργιο δρᾶμα!.. Δὲν ἐμπιστευόταν μιὰ τόσο σημαντικὴ ἐργασία οὔτε στὴ γυναῖκα του! Ἕν᾽ ἀπ᾽ τὰ παράδοξα τοῦ Ἴψεν ἦταν ἡ ρήση του: Κανένα θηλυκὸ δὲ θὰ μπορέσῃ νὰ ράψῃ κουμπί, ὅπως ἐγώ.

Ἡ κυρία Ἴψεν γέλαγε κοροϊδευτικὰ καὶ μ᾽ ὑπονοούμενο, σὰν ἄκουγε τὸν ποιητὴ τῆς Νόρας νὰ λέῃ τέτοια… Κάποτε μοῦ ἐμπιστεύθηκε: «Ἀλήθεια εἶναι· ὁ Ἴψεν ράβει μόνος τὰ κουμπιά του! Μὰ πόσο κρατᾶνε πάνω στὸ παντελόνι, εἶναι δικό μου ἔργο. Χωρὶς νὰ τὸ ξέρῃ, σφιχτοδένω τὸ κουμπὶ μὲ κλωστή, ἐπειδὴ τὸ ξεχνάει πάντα []! Ὅμως, ἀφήστε τον νὰ πιστεύῃ ὅ,τι ἐκεῖνος θέλει -φαίνεται πὼς τοῦτο τὸν κάνει εὐτυχισμένο.»

Τὰ ζωτικὰ ψεύδη τῆς Ἀγριόπαπιας στὰ μικρὰ καὶ καθημερνά!, σκέφτηκα καί… γέλασα μὲ τὴν ψυχή μου… [] Κάποιο χειμῶνα στὸ Μόναχο μὲ ρώτησε ὁ Ἴψεν μὲ σοβαρότητα καὶ λυπημένο πρόσωπο: «Πῆτε μου τώρα, Πάουλσεν!.. Καθαρίζετε κάθε πρωὶ τὶς μπόττες σας μόνος;» Μπερδεμένος ἀπάντησα: «Ὄχι…» κ᾽ ἔνοιωσα μᾶλλον τύψεις σὰν τὸ ξεστόμισα… Σκοτείνιασα, γιατὶ ἤμουν βέβαιος πὼς παρέλειπα μιὰν ὑποχρέωση πρὸς τὸν ἑαυτό μου καὶ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία! «Πρέπει ὅμως νὰ ξεκινήσετε… Θὰ γίνετε ἄλλος ἄνθρωπος… Ποτέ νὰ μὴν ἀφήνῃς στοὺς ἄλλους πράγματα, ποὺ μόνος σου θἄπρεπε νὰ φροντίζῃς… Ξεκινήστε τώρα νὰ καθαρίζετε τὶς μπόττες σας καὶ θὰ συνεχίσετε μὲ τὴν τακτοποίηση τοῦ δωματίου σας, τὴ θέρμανση κ.λ. Ἔτσι θὰ προβάλῃ ἀπὸ μέσα σας ἕνας ἐλεύθερος ἄντρας -ἀνεξάρτητος ἀπ᾽ ὁποιονδήποτε!»