Η ἀποτυχημένη πρεμιέρα στὸ Μπέργκεν τῆς Λαίδης Ἴνγκερ τοῦ Ἔστρωτ ἔρχεται νὰ συμπληρώσῃ τὴν προηγουμένη (02/01/1855). Τὸν ἴδιο χρόνο ἔγραψε τν Γιορτὴ στὸ Σούλχαουγκ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὶς ἰσλανδικὲς σάγκες σὲ μετάφραση τοῦ Νὴλς Ματτίας Πέτερσεν, κι ἀπὸ τὴν ἀνθολογία Νορβηγικῶν μπαλλαντῶν τοῦ Μάγκνους Μπρόστρουπ Λάντσταντ. Στὸ πρόσωπο τῆς ΜΆΡΓΚΙΤ, πρωτοφανερώνεται τὸ ἐπανερχόμενο ἰψενικὸ σχῆμα τῆς ἐρωτικῶς ἀπογοητευθείσης κ᾽ ἐκδικητικῆς γυναικός. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ ἀρχαιοσκανδιναυικὸ ὑλικὸ θὰ ἐπηρεάσῃ τὴ συνολική του δημιουργία· ἀκόμα καὶ στὰ πεζολογικὰ δράματα ἡ, συχνὰ συγκεκαλυμμένη, παρουσία τῶν ἀρχαίων μύθων δίδει ἄλλη διάσταση στὰ πρόσωπα. Τότε μελετᾷ καὶ τὴν Κόρη τοῦ σερίφη τῆς Καμίλλας Κολλὲττ ποὺ ἡ γραφή της ἐπηρέασε τὴν Ἕνωσιν τῆς Νεότητος, μία σαρκαστικώτατη διακωμῴδηση τῶν νορβηγικῶν ἠθῶν.