fbpx

Στητὸς σ’ τοῦ κουπιοῦ τὸ μῆκος

Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφρασι-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, σελ. 63:

Στητός ἐμεινε ὁ Τέριε -σ’ τοῦ κουπιοῦ τὸ μῆκος,
εὐθυτενὴς καθὼς παληὰ στὰ νιάτα·
κιόλας τὰ μάτια ἀνήμερη φωτιὰ πετοῦσαν,
σὰν ὁ ἄνεμος φυσοῦσε τὰ μαλλιά του.
Ἄνετα ἔπλεες μὲ τὴ μεγάλη σου κορβέττα –
κοπηλατοῦσα στὸ μικρὸ σκαρί μου·
ἐγὼ γιὰ τοὺς δικούς μου κόπιαζα ὥς θανάτου –
σὺ πῆρες τὸ ψωμί τους μ’ εὐκολία πόση
χλευάζοντας τὰ δάκρυα τὰ πικρά μου.

Στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Φιάρε…

Ἀπὸ τὸ ἔπος Τέριε Βίγκεν τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφρασι-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἐκδόσεις ΘΑΠ, Ἀθήνα 2021, σελ. 71.

Στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Φιάρε κάποιο τάφον εἶδα
σὲ σημεῖο ποὺ τὸ ἔπιανε ὁ ἀγέρας
κ᾽ ἦταν ἀφρόντιστος, στὸ χῶμα βυθισμένος,
ἀλλὰ τὸ μαυροσάνιδο στεκόταν –
ἦταν πάνω λευκογραμμένο: Thærie Wiighen
μὲ τὴ χρονιὰ ποὺ τὸ κακό συνέβη…
Βρισκότανε στὸ καῦμα τοῦ ἥλιου, μές στὸ ἀγέρι·
μεγάλωναν σκληρὰ κι ἀτίθασα τὰ χόρτα
καί, στὸ ἀνάμεσον, ἄγρια λουλούδια.

Σχέδιο τοῦ Χριστιανοῦ Κρὸγκ γιὰ τὸ ἔπος.

Τέριε Βίγκεν καὶ Ναπολεόντειοι Πόλεμοι

Ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Τέριε Βίγκεν τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, σελ. 35:

Οἱ Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1803-15), μετὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, ἔθεσαν τὰ θεμέλια τῶν συγχρόνων ἐθνῶν-κρατῶν κ᾽ ἐγκαθίδρυσαν ἐν πολλοῖς τὴ διεθνῆ τάξη ἕως τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἡ Δανία ἀνῆκε στὸν συνασπισμὸ τοῦ Ναπολέοντος· ὁποὺ ἡ Νορβηγία τὴν ἠκολούθησε ἐπίσης ὡς κτήση της. Μόνος ἐχθρὸς τῆς Γαλλικῆς Αὐτοκρατορίας, ἔπειτα κιόλας ἀπὸ τὴν ἧττα τῆς Ρωσίας, τῆς Αὐστρίας καὶ τῆς Πρωσσίας, παρέμενε ἡ Ἀγγλία, ἀποκλείσασα τὴ Νορβηγία (1809) πρὸς ἀπάντησιν στὸν ἀντίστοιχον ἀποκλεισμὸ τῶν Βρεττανῶν ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα. Τὸ 1815, ἡ ἡττημένη Δανία, ὡς συμμαχήσασα μὲ τὸν Ναπολέοντα λόγῳ τοῦ βομβαρδιμοῦ τῆς Κοπενχάγης τὸ 1807, παρέδωσε τὴ Νορβηγία στὸ σουηδικὸ στέμμα· εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς γιὰ τὸ βορειοδυτικὸ ἄκρο τῆς Εὐρώπης. Τὸ ποίημα Τέριε Βίγκεν ἐκτυλίσσεται κατὰ τὴν διάρκεια τῶν Ναπολεοντείων Πολέμων καὶ κατόπιν, κυρίως στὸ Γκρίμσταντ τῆς Νοτίου Νορβηγίας, ὅπου ὁ νεαρὸς τότε ποιητὴς ὑπηρετοῦσε ὡς βοηθὸς φαρμακοποιοῦ.

Χριστόφορος Βιλχελμῖνος Ἔκερσμπεργκ.
Ἡ Κοπενχάγη φλέγεται κατὰ τὸν βομβαρισμὸ τοῦ 1807.

Στὴν ἐκκλησιά…

[Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν· μετάφραση Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]

Στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Φιάρε κάποιο τάφον εἶδα
σὲ σημεῖο ποὺ τὸ ἔπιανε ὁ ἀγέρας
κ᾽ ἦταν ἀφρόντιστος, στὸ χῶμα βυθισμένος,
ἀλλὰ τὸ μαυροσάνιδο στεκόταν –
ἦταν πάνω λευκογραμμένο: Thærie Wiighen
μὲ τὴ χρονιὰ ποὺ τὸ κακό συνέβη…
Βρισκότανε στὸ καῦμα τοῦ ἥλιου, μές στὸ ἀγέρι·
μεγάλωναν σκληρὰ κι ἀτίθασα τὰ χόρτα
καί, στὸ ἀνάμεσον, ἄγρια λουλούδια.

Ζοῦσε παράξενος…

[Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν.]

Ζοῦσε παράξενος στὴν ὄψη ψαρομάλλης
στὴν ἐρημιὰ τοῦ μακρυνοῦ τενάγους·
αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔβλαψε ἄνθρωπο κανένα
στὴ χώρα πέρα ὁλάκερη, τὸν πόντο·
ἀλλὰ στιγμὲς τὰ μάτια του μυστήρια λάμπαν,..
ἀνήμερη σὰ ᾽ρχόταν καταιγίδα,..
κι ὁ κόσμος νόμιζε πὼς ἦταν τρελλαμένος·
καὶ λίγοι ὑπῆρχαν ποὺ τὸν τρόμο δέν ἐνοιῶθαν
τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζε ὁ Τέριε Βίγκεν.