Θρῆνος σκάλδου

[Τὸ ποίημα ἀπὸ τὸ ἰψενικὸ δρᾶμα: Οἱ πολεμιστὲς στὸ Χέλγκελαντ σὲ μετάφραση Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου. Ἀπαγγέλει ὁ σκάλδος ἜΡΝΟΥΛΦ ποὔχει χάσει καὶ τοὺς ἑφτά του γυιούς. Σκάλδος ἦταν ὁ Ἀρχαιοσκανδιναβὸς ποιητὴς ποὺ ὑμνοῦσε ἡρωικὰ κατορθώματα· Μπράκε ὁ θεὸς τῶν σκάλδων καὶ Σούττουνγκ ἕνας μυθικὸς γίγαντας (γιότουν) ποὺ τὸ ὑδρόμελό του ἔδινε δύναμη ποιητικὴ καὶ διορατική.]

Στὸ πνεῦμα ποὺ τὸ βάσανο κεντρίζει,
τοῦ Μπράκε ἡ χάρη φανερώνεται λειψή·
τὸ σκάλδο μιὰ ἀγωνία κυβερνάει,
καὶ λύπη πιάνει τοῦ σκοποῦ του τὴ στροφή.

Μοῦ δώρισε τῶν σκάλδων ἡ θεότης
νἄχω τὴ δύναμη νὰ πλέκω τὸ σκοπό·
Τὸ θρῆνο μου, ἀφήστε ν’ ἀντηχήσῃ
γιὰ τὴ βαρειά μου ἀπώλεια -τὸ χαμό!

Οἱ ὀλέθριες οἱ Μοῖρες ποὺ συντρίψαν
τὸ δρόμο μου στὸν Κόσμο ὁλότελα-σκληρά..-
μοῦ κλέψανε χαρὰ καὶ εὐτυχία,
‘ρημῶσαν τοῦ Ἔρνουλφ ὅλα πέρα τὰ δικά.

Τοὺς γυιούς του τοὺς ἑφτά, ὁ βίκινγκ Ἔρνουλφ
ἔλαβε νἄχῃ ἀπ’ τοὺς μεγάλους τοὺς θεούς·
μὰ τώρα ὁ γέρος μοναχός πηγαίνει
μές στὴ ζωή του δίχως νὰ βλέπῃ τοὺς γυιούς.

Τοὺς γυιούς του τοὺς ἑφτά – ἐκεῖνοι ὡραῖοι –
αὐτὸς μεγάλωσε καταμεσῆς κεῖ τῶν σπαθιῶν·
προστάτευαν τὸν ἀσπρομάλλη βίκινγκ
μὲ τὴ δύναμη τῶν ψηλότερων φραχτῶν.

Τώρα πιὰ οἱ φράχτες κεῖνοι σπάσαν-πέσαν,
γιατὶ θάνατο βρῆκαν οἱ δικοί μου γυιοί..-
ξέφραγο χτῆμα στέκει τώρα ὁ γέρος,
κ’ οἱ χῶροι μεῖναν ἀπ’ τὸν οἶκο του κενοί.

Θοῦρολφ, ἐσύ, μικρό μου στερνοπούλι!
Γενναῖος στοὺς πιό γενναίους εἶχες σὺ σταθῆ!
Θ’ ἀκουγότανε σιωπηλὸς ὁ θρῆνος
ἂν μοῦ ’χες ἀπομείνει, μοναχός σωθῆ.

Σὰν ἄνοιξη, καήμε μου μεγάλε,
ἐσὺ στεκόσουνα μ’ ἀγάπη στὴν καρδιά..-
κ’ ἔτσι μεγάλωσες ἐσὺ στὰ χρόνια·
ὅλα σου πάνω ἐφάνηκαν ἡρωικά.

Μὲ θάνατο καὶ μὲ χαμὸ προβαίνει
ἡ θλίψη κείν’ ἡ χειρότερη καὶ φοβερή
μὲ τὴν ψυχὴ τὴ γέρικη νὰ πιάνῃ
νὰ τὴν πιέζῃ ὡς νἆν’ ἀσπίδα τρομερή.

Οἱ Μοῖρες φθονερὲς σωστὸ σὰ βρῆκαν
τὸ μερτικὸ σὲ μένα νὰ μὴ τὸ ἀρνηθοῦν,..
ράναν μὲ πόνο, βάσανο μεγάλο,
τὰ μονοπάτια πάνω τοῦ Ἔρνουλφ νὰ στρωθοῦν.

Σίγουρα ἐμένα τ’ ἄρματα βαρύναν·
ἂν ὅμως ἔχω τῶν θεῶν μου τὴν ἰσχύ,
ἕνα ποὺ θέλω καὶ ποθῶ νὰ γίνῃ:
γιὰ μέ, ἐκείνη ἡ Μοῖρα ἐκδίκηση νὰ βρῇ!

Ἕνα εἶναι ποὺ μοῦ ἀπόμεινε νὰ κάνω·
σὰν ἀπὸ Μοῖρα μοῦ ’χῃ ἐρθεῖ λοιπὸν χαμός..-
αὐτή σὰν ἅρπαξε ἀπὸ μὲ κ’ ἐχάθη
τὸν ἄριστο τὸ γυιό μου ποὺ ἦταν κι ὁ στερνός!

Ἀλλ’ ἅρπαξε τὸ σύμπαν ἀπὸ μένα;
Ὄχι, ὄχι, ἐκείνη δέν τὀκανε αὐτό..-
Πολύ νωρὶς ποὺ πῆρε ὁ Ἔρνουλφ ὅλο,
τοῦ Σούττουνγκ ἤπιε τὸ ὑδρόμελο ζεστό!

Μοῦ ’κλεψε τοὺς δικούς μου γυιοὺς ἐκείνη,
ἀλλὰ μοῦ ’δωσε τῆς γλώσσας τὸν καρπό –
νἄχω δύναμη καὶ σκοποὺς νὰ πλέκω
καὶ νὰ μπορῶ νὰ τραγουδάω τὸν καημό!

Ἔβαλε μέσα στὸ δικό μου στόμα
λοιπὸν ἐκείνη τοῦ ᾄσματος τὸ θησαυρό:
ὥστε ν’ ἀκούγεται καὶ ν’ ἀντηχάῃ
γιὰ τοὺς γυιούς μου ὁ δικὸς σκοπὸς ὁ θλιβερός!

Ἐσεῖς, γειὰ καὶ χαρά, ψηλοί μου φράχτες!
Ἐσεῖς, γειὰ καὶ χαρά, πά’ στὸ ἄτι σὰν ὁρμᾶ!
Κεῖνο τὸ δῶρο τῶν θεῶν γιατρεύει
τοῦ Κόσμου ὁλους τοὺς πόνους μαζι καὶ κακά!

Ὁ μεταλλωρύχος

[Λυρικὸ ποίημα τοῦ 1851. Μετάφραση ἀπὸ τὰ Νορβηγικά: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]

Βουνίσια πέτρα, θὲ νὰ σπάσῃς μὲ κλαγγή
μὲ τοῦ σφυριοῦ μου τὴν δύναμι τὴν φοβερή.
Δρόµος πρέπει ἀπὸ ἐμένα ἐκεικάτω ν’ ἀνοίξῃ,
ὥς ὅτου τὸ μέταλλο νὰ κάμω ν’ ἀντηχήσῃ.

Βαθιά, σ’ τοῦ βουνοῦ τὴν ἔρημη νυχτιά,
μοῦ γνέφουν ἐμένα τοῦ πλούτου τὰ προικιά:
διαµάντια, πέτρες πολύτιμες καὶ ἀκριβές
καί, στὸ χρυσάφι ἀνάμεσα, φλέβες πορφυρές.

Μέσ’ στὴν ἄβυσσο, ὅλα ἐν εἰρήνῃ,
αἰῶνες μὲ θάνατο-γαλήνη.
Ἄνοιξε δρόμο ἐκεῖ, σφυρί μου τρομερό,
σ’ τῆς φύσεως τὸ δῶμα τὸ καρδιακό!

Καιρὸ παληὸ καὶ μακρινό, μ’ ἐβλέπαν χαρωπό
ψηλὰ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν ἄπειρο τὸν οὐρανό.
Ἐπήγαινα στῆς Ἄνοιξης τὸν ἀνθισμένο δρόμο,
καὶ ἀνεμελιὰ παρέστεκε γιὰ σύντροφος στὸν ὦμο.

Ἀλλὰ ἐλήσμονησα τὸ φῶς ἡμέρας
μέσ’ στὸ λαγοῦμι σκοτεινῆς ἐσπέρας.
Ἐλησμόνησα τοὺς χαρωποὺς σκοποὺς
κάτω ἐκεῖ στοὺς ὑπογείους μου ναούς.

Πρῶτα ἦτο τότε ποὺ κατέβηκα ἐγὼ ἐδῶ
κ’ ἐκάθισα κ’ ἐσκέφθηκα μὲ ἀγνὸ μυαλό:
Τὰ πνεύματα κεῖ τῆς ἀβύσσου θὰ μοῦ εἰποῦν
καὶ τῆς ζωῆς τὸ ἀτέλειωτο αἴνιγμα θὰ εὑροῦν…

Πνεύματος δέν εἶδα διδασκαλία,
κ’ ἐτοῦτο μ’ ἔρριξε σὲ ἀπελπισία. 
Κεραυνὸς δὲν ἔφθασε ἀπ’ τὰ ὕψη
τῆς γῆς τὰ βάθη νὰ μοῦ ἀποκαλύψῃ.

Ἦτο μιὰ πλάνη; Ἢ μήπως μὲ ὡδηγοῦσε
καὶ στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας μὲ ὠθοῦσε;
Πάντοτε, λάμψη τὰ μάτια τυφλώνει,
ἐκεῖνα σὰν κάποιος ψηλὰ τὰ σηκώνῃ.

Ὄχι, ὄχι, θὰ ὑπάγω ἐγὼ στὰ βάθη ἐκεῖ:
σ’ αἰωνία κατάστασι καὶ εἰρηνική.
Ἄνοιξε δρόμο ἐκεῖ, σφυρί μου τρομερό,
σ’ τῆς φύσεως τὸ δῶμα τὸ καρδιακό!

Σφυριά στὴν σφυριά, ξανά καὶ ξανά
ὥς ὅτου φθάσῃ ἡ ὕστατη φορά.
Πουθενά δὲν φαίνεται ἡ πρωινὴ ἡ ἀκτῖδα.
Πουθενά τοῦ ἥλιου ἡ χρυσῆ ἡ ἐλπίδα.

Thor's Fight with the Giants (Mårten Winge) - Nationalmuseum - 18253.tiff
Mårten Eskil Winge. Ὁ σκανδιναβικὸς θεὸς τοῦ κεραυνοῦ Θὼρ μὲ τὸ σφυρί του Μιέλνιρ ὡς τρομερὸ ὁπλὸ στὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν Γιγάντων. 1872. Ἐθνικὴ Πινακοθήκη Νορβηγίας, Ὄσλο. [Offentlig eiendom, Lenke]

Εἰς λεύκωμα συνθέτου

[Νορβηγικὸς τίτλος: I en komponists stambog. Γραμμένο στὸ λεύκωμα τοῦ Ἔντβαρ Γκρὴγκ τὸ 1866 -τότε εἰργάζετο στὸν Μπράντ. Μετάφρασι τοῦ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]

Orpheus slog med toner rene
Ὁ Ὀρφέας ἔβγαζε ἤχους μὲ καθάριους τόνους:
ånd i vilddyr, ild i stene.   
πνεῦμα μέσ’ στ’ ἄγρια θηρία, πῦρ στοὺς βράχους.

Stene har vort Norge nok af;
Ἔχει ἀπὸ βράχους ἀρκετοὺς ἡ Νορβηγία·
vilddyr har vi og en flok af.
περίσσεια ἔχουμε καὶ ἀπὸ ἄγρια θηρία.

Spil, så stenen spruder gnister!   
Παῖξε, ὥς ὅτου οἱ βράχοι νὰ σπιθοβολήσουν!
Spil, så dyrehammen brister!
Παῖξε, ὡς τῶν θηρίων οἱ σπηλιὲς νὰ τρίξουν!

Φραγκῖσκος φὸν Στούκ. Ὀρφεύς.

1847-9 – Πρώιμα λυρικὰ ποιήματα

Συνέθεσε τὰ πρώιμα λυρικά του ποιήματα, ἐνῷ στὶς ἐλεύθερες νυχτερινὲς ὧρες προσεπάθει νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ πρῶτο του δρᾶμα: τὸν Κατιλίνα, μία σαιξπηρικῆς πνοῆς ἱστορικὴ τραγῳδία· συγχρόνως, προητοιμάζετο γιὰ τὸ ἀπολυτήριο Λυκείου. Συνήντησε τὸν Χριστόφορο Ντοῦε καὶ τὸν Οὖλε Σούλερουντ, καὶ συνάπτουν σχέση φιλική. Ἡ Ἄνοιξη τῶν Ἐθνῶν (1848), ἔτσι ὅπως ἐξηπλώθη ἡ φήμη της στὴν Εὐρώπη, ἐπέδρασε στὴν συνείδησή του· τὰ αἰτήματά της γιὰ ἐλευθερία καὶ κοινωνικὴ πρόοδο ἀπεδείχθησαν ὁδοδεῖκτες στὴν περαιτέρω ἐξέλιξη· στὰ ρεαλιστικά του δράματα, καθὼς καί στὸν Κατιλίνα, αὐτὰ εἶναι εὐδιάκριτα.

Philippoteaux - Lamartine in front of the Town Hall of Paris rejects the red flag.jpg
Von https://www.parismuseescollections.paris.fr/fr/musee-de-la-vie-romantique/oeuvres/portrait-du-marechal-de-saxe, Gemeinfrei, Link

03/05/1871 – Τελευταῖα λυρικὰ ποιήματα

Ἕνα χρόνο ἀργότερα (03/05/1871) ἐξεδόθη συλλογὴ τῶν ἐπανεπεξεργασμένων του ποιημάτων (ἴδε Digte). Σ᾽ ἐτούτη τὴν ἔκδοση συνθέτει γιὰ τελευταία φορὰ στίχο, χρησιμοποιῶν πλήρως ἔπειτα τὸν ἐναργῆ καὶ ποιητικῶς ἐπεξεργασμένο πεζὸ λόγο ποὺ θὰ σφραγίσῃ τὴν κατοπινὴ παραγωγή. Ἐσυνέχισε ἐντατικὰ τὴν ἐργασία του στὸν Αὐτοκράτορα Ἰουλιανό.

Σελίδα ἀπὸ τὴν πρώτη ἔκδοση τῶν Ποιημάτων.