[Ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ τραγῳδία: Ἡ λαίδη Ἴνγκερ τοῦ Ἔστρωτ τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν· μετάφραση Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]

Στὰ βιβλία μου ἔχω διαβάσει τὴν πολύχρωμη ζωὴ στὶς μακρυνές τὶς χῶρες. Ἀκούγονται τὰ βούκινα, κ᾽ οἱ ἱππότες ὁρμᾶνε στὰ πράσινα δάση μὲ τὸ γεράκι τους πάνω στὸ χέρι. Ἀκόμα κ᾽ ἔτσι προχώρα ἐσὺ στὴ ζωή σου· τ᾽ ὄνομά σου θὰ φτάνῃ πρὶν ἀπὸ σένα ὅπου κι ἂν πηγαίνῃς… Ὅ,τι ἐπιθυμεῖς γιὰ νὰ δοξασθῇς, κάθεται σὰν τὸ γεράκι πάνω στὸ χέρι σου. Ἐγὼ ἤμουνα σὰν κ᾽ ἐκεῖνο τυφλὴ στὸ φῶς καὶ τὴ ζωή, ὡσότου μοῦ ᾽βγαλες τὸ κάλυμμα ἀπ᾽ τὰ μάτια καὶ μ᾽ ἄφησες νὰ πετάξω ψηλά πέρ᾽ ἀπ᾽ τὶς κορφὲς τῶν δέντρων…