[Λυρικὸ ποίημα τοῦ 1851. Μετάφραση ἀπὸ τὰ Νορβηγικά: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]
Βουνίσια πέτρα, θὲ νὰ σπάσῃς μὲ κλαγγή
μὲ τοῦ σφυριοῦ μου τὴν δύναμι τὴν φοβερή.
Δρόµος πρέπει ἀπὸ ἐμένα ἐκεικάτω ν’ ἀνοίξῃ,
ὥς ὅτου τὸ μέταλλο νὰ κάμω ν’ ἀντηχήσῃ.
Βαθιά, σ’ τοῦ βουνοῦ τὴν ἔρημη νυχτιά,
μοῦ γνέφουν ἐμένα τοῦ πλούτου τὰ προικιά:
διαµάντια, πέτρες πολύτιμες καὶ ἀκριβές
καί, στὸ χρυσάφι ἀνάμεσα, φλέβες πορφυρές.
Μέσ’ στὴν ἄβυσσο, ὅλα ἐν εἰρήνῃ,
αἰῶνες μὲ θάνατο-γαλήνη.
Ἄνοιξε δρόμο ἐκεῖ, σφυρί μου τρομερό,
σ’ τῆς φύσεως τὸ δῶμα τὸ καρδιακό!
Καιρὸ παληὸ καὶ μακρινό, μ’ ἐβλέπαν χαρωπό
ψηλὰ τ’ ἀστέρια ἀπὸ τὸν ἄπειρο τὸν οὐρανό.
Ἐπήγαινα στῆς Ἄνοιξης τὸν ἀνθισμένο δρόμο,
καὶ ἀνεμελιὰ παρέστεκε γιὰ σύντροφος στὸν ὦμο.
Ἀλλὰ ἐλήσμονησα τὸ φῶς ἡμέρας
μέσ’ στὸ λαγοῦμι σκοτεινῆς ἐσπέρας.
Ἐλησμόνησα τοὺς χαρωποὺς σκοποὺς
κάτω ἐκεῖ στοὺς ὑπογείους μου ναούς.
Πρῶτα ἦτο τότε ποὺ κατέβηκα ἐγὼ ἐδῶ
κ’ ἐκάθισα κ’ ἐσκέφθηκα μὲ ἀγνὸ μυαλό:
Τὰ πνεύματα κεῖ τῆς ἀβύσσου θὰ μοῦ εἰποῦν
καὶ τῆς ζωῆς τὸ ἀτέλειωτο αἴνιγμα θὰ εὑροῦν…
Πνεύματος δέν εἶδα διδασκαλία,
κ’ ἐτοῦτο μ’ ἔρριξε σὲ ἀπελπισία.
Κεραυνὸς δὲν ἔφθασε ἀπ’ τὰ ὕψη
τῆς γῆς τὰ βάθη νὰ μοῦ ἀποκαλύψῃ.
Ἦτο μιὰ πλάνη; Ἢ μήπως μὲ ὡδηγοῦσε
καὶ στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας μὲ ὠθοῦσε;
Πάντοτε, λάμψη τὰ μάτια τυφλώνει,
ἐκεῖνα σὰν κάποιος ψηλὰ τὰ σηκώνῃ.
Ὄχι, ὄχι, θὰ ὑπάγω ἐγὼ στὰ βάθη ἐκεῖ:
σ’ αἰωνία κατάστασι καὶ εἰρηνική.
Ἄνοιξε δρόμο ἐκεῖ, σφυρί μου τρομερό,
σ’ τῆς φύσεως τὸ δῶμα τὸ καρδιακό!
Σφυριά στὴν σφυριά, ξανά καὶ ξανά
ὥς ὅτου φθάσῃ ἡ ὕστατη φορά.
Πουθενά δὲν φαίνεται ἡ πρωινὴ ἡ ἀκτῖδα.
Πουθενά τοῦ ἥλιου ἡ χρυσῆ ἡ ἐλπίδα.