Ἐκ τοῦ Κατιλίνα τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφρασις-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἐκδόσεις ΘΑΠ, Ἀθήνα 2019, σελ. 100.
Ἦταν ὡραῖα τὰ ὄνειρά μου κάποτε. Μεγάλα ὁράματα
μ᾿ ἐπισκέπτονταν καὶ χάνονταν ἀπ᾿ τὴ θωριά μου…
Σὰν τὸν Ἴκαρο ὀνειρευόμουν ψηλὰ
π᾿ ἀνέβηκε μὲ τὰ φτερά, στὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ.
Ὀνειρεύτηκα θεούς νὰ ὁπλίζουνε τὸ χέρι μου
μὲ τὴ μέγιστη τὴ δύναμη τῆς ἀστραπῆς.
Ἅρπαξα μεμιᾶς τὴν ἀστραπή στὸ πέταγμά μου –
κατακεραύνωσα τὴν πόλη κάτω.
Οἱ φλόγες – πορφυρές! – ὠρθώνονταν σὰ γλῶσσες
κ᾿ ἡ Ρώμη ἐρείπια γίνονταν μές σὲ καπνὸ καὶ σκόνη!
Φώναξα μὲ δυνατή, ἀγέρωχη φωνὴ
καὶ βγῆκαν ἀπ᾿ τὰ μνήματα τοῦ Κάτωνα τ᾿ ἀδέρφια…
Χιλιάδες πνεύματα σηκώθηκαν μὲ τὴν κραυγή
καὶ νέα φανερώθηκε ἡ Ρώμη ἀπὸ τὶς στάχτες!
Τοῦ Κάτωνα τ᾿ ἀδέρφια: Ὁ Κάτων ὁ Τιμητής (234-149 π.Χ.), ἦταν γνωστὸς στὴν Ἀρχαιότητα γιὰ τὰ συντηρητικά του ἤθη.
