Ἀπὸ τὸν σχολιασμὸ τῆς Λαίδης Ἴνγκερ τοῦ Ἔστρωτ τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφραση-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, ἐκδόσεις ΘΑΠ, Ἀθήνα 2019, σελ. 36-7.

Τὰ σκανδιναυικὰ βασίλεια τῆς Νορβηγίας, τῆς Δανίας καὶ τῆς Σουηδίας – κατόπιν σειρᾶς μακρῶν πολέμων καὶ διενέξεων – ἐσχημάτισαν τὸ 1397 τὴν Ἕνωση τοῦ Κάλμαρ, βάσει τῆς συνθήκης στὴν ὁμώνυμο Σουηδικὴ πόλη. Ἡ ἑνιαία ἐπικράτεια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Σκανδιναυία, περιεῖχε περιοχὲς τῆς Φιλλανδίας, τὶς ἀποικίες στὴν Ἰσλανδία καὶ τὴν Γροιλανδία, τὶς νήσους Ὀρκάδες, Φαιρόες καὶ Σέτλαντ.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ ΙΣτ΄ αἰῶνος εἶχαν διαμορφωθῆ δύο στρατόπεδα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Σουηδίας: οἱ ὑπέρμαχοι, μὲ ἡγέτη τὸν ἀρχιεπίσκοπο Γουσταῦο Τρόλλε, καὶ οἱ ἀμφισβητοῦντες τὴν Ἕνωση, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Στὲν Στοῦρε τὸν νεώτερο. Ὁ βασιλεὺς τῆς Δανίας καὶ ἡγέτης τῆς Ἑνώσεως, Χριστιανὸς Β΄, ἔσπευσε νὰ στηρίξῃ στρατιωτικῶς τὸν ἀρχιεπίσκοπο. Ὁ Στοῦρε ἐπληγώθη θανασίμως στὴν Μάχη τοῦ Μπούγκεσουντ (19/01/1520) καὶ ἀπέθανε λίγες μέρες ἀργότερα στὸν δρόμο γιὰ Στοκχόλμη, ὅπου ἡ γυναῖκα του, Χριστῖνα, ἀκόμη προέβαλε ἀντίσταση. Ἐν τέλει, συνεθηκολόγησε μὲ τὸν Χριστιανό, τὸν προσφέροντα σὲ αὐτὴν εὐνοϊκοὺς ὅρους· κατὰ τὸ ἐνδιάμεσον, ἐκεῖνος εἶχε ὑποσχεθῆ ἀμνηστία σὲ ὅσους ἀντιφρονοῦντες. Τότε προσεπάθησαν καὶ οἱ Νορβηγοὶ ἀνεπιτυχῶς νὰ ἐπαναστατήσουν.

Στὶς 04/11, ὁ Χριστιανὸς ἐστέφθη βασιλεὺς τῆς Σουηδίας ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μυστικῶς εἶχε προχωρήσει σὲ προγραφές. Σὲ μιὰ σύσκεψη, συγκληθεῖσα ἐκ τοῦ νέου ἡγεμόνος στὶς 07/11, συνέλαβε πολλούς Σουηδοὺς ἀρχηγοὺς μὲ τὴν κατηγορία τῆς αἱρέσεως -ὅλοι τους, κατά τῆς Ἑνώσεως καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου· ἀπεκεφαλίσθησαν κ’ ἐσφαγιάσθησαν τὶς ἡμέρες 08 καὶ 09/11 στὴν Στοκχόλμη, ἐκκλησιαστικοὶ ἄρχοντες, εὐγενεῖς καὶ ἁπλοῖ πολῖτες. Ὁ βασιλεὺς ἀπεκαλεῖτο ἔκτοτε: Χριστιανὸς ὁ Τύραννος· τὸ δὲ γεγονὸς ἔμεινε στὴν Ἱστορία ὡς: Τὸ λουτρὸ αἵματος τῆς Στοκχόλμης. Ἀνάμεσον τῶν ἐκτελεσθέντων ἦτο καὶ ὁ Ἔρικ Γιόχανσσεν Βάσα, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ βασιλέως τῆς Σουηδίας Γουσταύου Βάσα ὁ ὁποῖος, καθὼς ἔμαθε τὰ νέα, ἐξεκίνησε γιὰ τὴ Σουηδικὴν ἐπαρχία τῆς Νταλάρνας (στὸ κέντρο τῆς Σουηδίας, βορειοδυτικῶς τῆς Στοκχόλμης καὶ συνορεύουσα μὲ τὴν Νορβηγία)· ἐκεῖ συνέστησε στρατό. Μὲ τὴν ἀντίστασή του ἤρχισε οὐσιαστικῶς ὁ Σουηδικὸς Ἀπελευθερωτικὸς Πόλεμος, ἀπομακρύνων τελειωτικῶς τὴν Σουηδία ἀπὸ τὸ βασίλειο τῆς Δανίας. Στὶς 06/06/1523, ἡ Σουηδία ἐκήρυξε καὶ τυπικῶς τὴν ἀνεξαρτησία της ἀπὸ τὴν Ἕνωση τοῦ Κάλμαρ, μὲ τὴν ἐνθρόνιση τοῦ Βάσα.

Ἐκτὸς τῶν ἀστοχίων του στὰ σουηδικὰ ζητήματα, ὁ Χριστιανὸς ἠκολούθησε ἀνεπιτυχῆ πολιτικὴ οἰκονομικῶν καὶ ἄλλων μεταρρυθμίσεων. Ἐπέτρεψε ἀκόμη τὴν μετάφραση τῆς Βίβλου στὴν Δανικὴ γλῶσσα, προσεγγίζων τὸν Λουθηρανισμό. Ἐπέστρεψε, ὅμως, στὸν Καθολικισμό, λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως τοῦ Γερμανοῦ Αὐτοκράτορος. Ἐν τέλει, ὁ θεῖος του Φρειδερῖκος Α΄ τὸν ἐξετόπισε καὶ τὸν ἠνάγκασε νὰ καταφύγῃ στὶς Κάτω Χῶρες (1523).

Ὁ Φρειδερῖκος δέν ἐπεσκέφθη τὴν Νορβηγία ὅσον ἐβασίλευε οὔτε ἐστέφθη τυπικῶς μονάρχης της. Κατὰ τὸν Δανικὸ Ἐμφύλιο γιὰ τὴ μετέπειτα διαδοχή (1534-6), ἡ Νορβηγία παρέμενε ἀνεξάρτητο βασίλειο. Μετὰ τὸν Ἐμφύλιο (ἤ: τὸν Πόλεμο τοῦ Δούκα ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τοῦ δούκα Χριστοφόρου τοῦ Ὄλντενμπουργκ) ἐπεβλήθη καὶ στὶς δυὸ χῶρες ὁ Προτεσταντισμός (1536-7). Ἡ Νορβηγία κατέστη ἐπαρχία τῆς Δανίας ἕως τὸ 1814, ὁπότε ἐπέρασε στὴν ἐξουσία τοῦ Σουηδικοῦ στέμματος λόγῳ τῶν Ναπολεοντείων Πολέμων βάσει τῆς Συνθήκης τοῦ Κιέλου (ἡ Δανία εἶχε λάβει τὸ μέρος τῆς ἡττημένης Γαλλίας). Ἡ χώρα ὑπέφερε ἀρχικῶς κάτω ἀπὸ τὸν δανικὸ ζυγό· τὸ πρώην ἔνδοξο βασίλειο κατήντησε προσάρτημα… Στὸν ΙΘ΄ αἰῶνα, οἱ Νορβηγοὶ θ’ ἀνεθυμοῦντο τὰ γεγονότα, ὥστε νὰ θεμελιώσουν ἐπάνωθέν τους τὴν σύγχρονον ἐθνικὴ συνείδηση.

Ἐπιστολὴ τῆς Ἑνώσεως τοῦ Κάλμαρ. 1397.