[Πρωτομεταφραζόμενο στὰ Ἑλληνικά: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος.]
Ζοῦσε παράξενος στὴν ὄψη ψαρομάλλης
στὴν ἐρημιὰ τοῦ μακρυνοῦ τενάγους·
αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔβλαψε ἄνθρωπο κανένα
στὴ χώρα πέρα ὁλάκερη, τὸν πόντο·
ἀλλὰ στιγμὲς τὰ μάτια του μυστήρια λάμπαν,..
ἀνήμερη σὰ ’ρχόταν καταιγίδα,..
κι ὁ κόσμος νόμιζε πὼς ἦταν τρελλαμένος·
καὶ λίγοι ὑπῆρχαν ποὺ τὸν τρόμο δέν ἐνοιῶθαν
τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζε ὁ Τέριε Βίγκεν.
Ἐγὼ κάποια φορὰ τὸν εἶδα χρόνους πίσω
ἐκεῖνον μὲ ψαριὰ πά’ στὴν προβλήτα:
Εἶχε λευκὰ μαλλιά, γελοῦσε-τραγουδοῦσε
κ’ ἦταν σὰν ἕνα ζωηρό ἀγοράκι.
Γιὰ τὶς κοπέλες εἶχε χωρατὰ νὰ λέῃ,
ἔσπαγε πλάκα μὲ τὰ πιτσιρίκια,
κούναγε τὸ καπέλλο, πήδουσε πά’ στὸ βρίκι,
τὸ φλόκο σήκωνε καὶ τράβαγε στὸ σπίτι
σὰ γέρος ἀετὸς μὲς στὴ λιακάδα.