[Τοῦ μεταφραστῆ καὶ σχολιαστῆ τοῦ Ἴψεν, Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου:]
Τὰ πέρα-δῶθε τῶν δυὸ ζευγαριῶν μποροῦν ν᾽ ἀναχθοῦν στὸ σαιξπηρικὸ Ὄνειρο θερινῆς νυκτός, ἀλλὰ οἱ διάλογοι θυμίζουν σὲ πολλά τὰ λόγια π᾽ ἀνταλάσσουν τ᾽ ἀντίστοιχα ζευγάρια στό: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροί, πρὶν ἔρθῃ τό «ἀποκαλυπτικό» τέλος. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου δέν εἶναι καὶ τόσο εὔθυμη, ὅσο φαίνεται σὲ μιὰ πρώτη, ἀνυποψίαστη ἀνάγνωση· οἱ ἐπιλογὲς τῶν δυὸ τραγουδιῶν (τῆς Κάριν κ᾽ ἐκεῖνο τοῦ Ἕρικ καὶ τῆς Σβανβίντε -Β΄ πράξη) χαρακτηρίζονται ἀπὸ μιὰ μελαγχολία, σύστοιχη μὲ τὰ περισσότερα παραμύθια τοῦ Βορρᾶ. Ἐξίσου γλυκόπικρα κυλάει τὸ ἔργο ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος…
Γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος, βλ. ἐδῶ.