[Τοῦ μεταφραστῆ καὶ σχολιαστῆ τοῦ Ἴψεν, Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου:]

Στὸ ἔργο ζωντανεύει μιὰ ἐποχὴ γεμάτη ἀκρότητες, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία· ὅταν ἡ Εὐρώπη χωρίστηκε στὰ δυό, λόγῳ, ἀλίμονο, τῆς ἀναπογυρισμένης σοφίας ἀπ᾽ τὶς τόσες προόδους τῆς Ἀναγέννησης. Ἀντί ἡ ἤπειρος νὰ ἐξυψωθῇ, βούτηξε μές στὸ αἵμα καὶ τὴ λάσπη μακροχρόνιων πολέμων μὲ λάβαρο τήν «ἁγνὴ πίστη» πρὸς τὸν μάταια Ἐσταυρωμένο. Ἡ ΛΑΙΔΗ ΙΝΓΚΕΡ χάνει τὰ παιδιά της κάπως σὰν καὶ τὴ ΜΑΝΑ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ἀπ᾽ τ᾽ ὁμώνυμο μπρεχτικὸ ἔργο. Ἡ τεχνικὴ τῶν δυὸ δημιουργῶν δέν εἶναι ἴδια -τοὺς χωρίζει μιὰ ἄβυσσος: ὁ ὄψιμος 19ος αἰώνας κι ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, μιὰ ἄλλη ἰδεολογία· ὅμως, οἱ προσπάθειές τους ν᾽ ἀπεικονίσουν τὸ ἀδιέξοδο τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν ἱστορικῶν μηχανισμῶν, συναντῶνται στὸ κλάμα τῶν δυὸ μανάδων! Μία συνεπὴς σύγχρονη ἀνάγνωση ὀφείλει νἆναι ἰδιαίτερα ὑποψιασμένη στὴ σχεδὸν γκροτέσκα σκηνὴ ὅπου ἡ ΛΑΙΔΗ ΙΝΓΚΕΡ περιμένει πότε νὰ βιδώσουνε τὸ φέρετρό της μὲ μέσα πατικωμένο τὸ γιὸ καὶ τελευταῖα ἀδικοχαμένο παιδί της…

Γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ δράματος, βλ. ἐδῶ.