Ἀπὸ λόφους διάβαινα τόσον βαρὺς καὶ μόνος·
τὰ πουλάκια λέγανε κι ἀντιλαλοῦσε ὁ λόγγος·
λέγανε παμπόνηρα καὶ σιγοτραγουδοῦσαν
νὰ σταθῶ νὰ στοχασθῶ οἱ ἀγάπες πῶς ἀνθοῦσαν:

Χρόνους βελανιδιὰ ψηλώνει μὰ κι ἀντρειεύει,
σκέψεις τήνε θρέφουνε, καημός σὰν ὁρμηνεύῃ.
Εὔκολα φουντώνει αὐτὴ τὴ μοναχή στιγμοῦλα
καὶ ριζώνει μέσα κεῖ στὴν ἄμοιρη καρδοῦλα.

Ἀπὸ τἩ γιορτὴ στὸ Σούλχαουγκ, Α΄ πράξη,
σὲ μετάφρασι Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου
ἴδ. γιὰ τὴν ἔκδοσι τοῦ δράματος, ἐδῶ.

Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Χὰνς Γκοῦντε, ἴδ. ἐδῶ.