Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν τοῦ Ἑρρίκου Ἴψεν, μετάφρασι-σχολιασμός: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, σελ. 63:

Στητός ἐμεινε ὁ Τέριε -σ’ τοῦ κουπιοῦ τὸ μῆκος,
εὐθυτενὴς καθὼς παληὰ στὰ νιάτα·
κιόλας τὰ μάτια ἀνήμερη φωτιὰ πετοῦσαν,
σὰν ὁ ἄνεμος φυσοῦσε τὰ μαλλιά του.
Ἄνετα ἔπλεες μὲ τὴ μεγάλη σου κορβέττα –
κοπηλατοῦσα στὸ μικρὸ σκαρί μου·
ἐγὼ γιὰ τοὺς δικούς μου κόπιαζα ὥς θανάτου –
σὺ πῆρες τὸ ψωμί τους μ’ εὐκολία πόση
χλευάζοντας τὰ δάκρυα τὰ πικρά μου.