Εἰρηνικὰ στεκόντουσαν τὰ πάντα ἐκειμέσα·
ἡ αὐγοῦλα γλυκοχάραξε· εἰχε δροσιὰ καὶ χάρη·
καὶ προσκυνῆσαν ἅπαντες -ἄντρες, γυναῖκες, ὅλοι.
Ψηλά-ψηλὰ καθότανε -παρθένος ἐστεκόταν
καὶ σάλπαρε σὲ σύγνεφα κατάσπρα πέρα πάνω·
λαμποκοποῦσε ἡ κεφαλὴ σὰν πορφυρὸ κι ἀπ᾽ αἷμα,
λαμποκοποῦσε ὡς οὐρανός, σὰν ξεκινάῃ ἡ μέρα.
Τὸ πρόσωπό της ξάστερο μὲ γαλανὴ τὴ ζώνη
καὶ ξωτικὸ πεντάμορφο στὴν ἀγκαλιά της εἶχε·
γύρω-τριγύρω πέταγαν μικρότατ᾽ ἀγγελάκια
ποὺ χαμογέλασαν ἐκεῖ, σὰ μ᾽ εἶδαν μπρὸς στὴ θύρα,
καθὼς γυρνούσανε ψηλὰ μές στῶν νεφῶν τὸ πλῆθος.

Ἀπὸ τὴ δεύτερη πράξη τῆς ἐπικείμενης ἔκδοσης
τοῦ Ὄλαφ Λίλιεκρανς, ποὺ πρωτομεταφράζεται
στὴν Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλο.

Hedal madonna kopi.jpg
Ἄγαλμα τῆς Παρθένου Μαρίας μὲ τὸν Ἰησοῦ στὴν ξύλινη ἐκκλησία τοῦ Χένταλεν.

CC BY-SA 2.5, Lenke