[Ἐκ τοῦ ἰψενικοῦ Κεκαυμένου (= Brand), πρᾶξις Β΄· μετάφρασις Θεοδοσίου Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου.]

Han kan ej leve, tør ej dø;
Οὐ δύναται ζῆν, οὐ τολμᾷ ἀποθανεῖν·
med Liget ligger han i Favn
μετὰ τοῦ πτώματος ἐν ἀγκάλῃ αὐτοῦ κεῖται
og skriger paa den ondes Navn!
καὶ τὸν δυσώνυμον κράζει!