Den fagreste mellem dem bød mig en krans
Ἡ πιό ὀμορφη μοῦ φόρεσε στεφάνι ὁλο φτειαγμένο
af vårklokker blå, af vandliljer hvide;
ἀπὸ λουλούδια γαλανὰ καὶ νούφαρα κατάσπρα.
hun så mig i sjælen med øjne så blide,
Μές στὴν ψυχὴ μὲ τρύπησε τὸ βλέμμα της ἐκεῖνο·
hun hvisked i mit øre et gådefuldt ord,
μέσα στ’ ἀφτὶ ψιθύρισε καὶ γρίφους ἀφουγκράσθην·
som aldrig går mig af minde:
αὐτὰ δὲ θὰ τὰ βγάλω ἐγὼ ποτέ μου ἀπὸ τὴ μνήμη:
Olaf Liljekrans! véd du, hvor lykken gror,
Ὄλαφ Λίλιεκρανς, ξέρεις σύ, χαρὰ ποῦ μεγαλώνει;
véd du, når fred for dig er at vinde?
Ἀλήθεια ξέρεις σὺ γιὰ σέ, εἰρήνη πότε θαὔρῃς;
Mellem alle de urter små på rad
Ἀπ’ ὅσα μικροβότανα ποὺ στέκουν στὴ σειρά τους,
må du den fagreste finde,
ἐσύ νὰ ξεδιαλέξῃς κεῖ τὸ πρῶτο σ’ ὀμορφάδα
og plukke den sønder, blad for blad,
καὶ νὰ μετρήσῃς βγάζοντας τὰ φύλλα ἕνα-ἕνα,
og drysse den ud for alle vinde,
καὶ στὸν ἀγέρα μακριά νὰ τὰ σκορπίσῃς πέρα·
da – først da skal du lykken finde!
τότε,.. πρῶτα λοιπὸν ἐσὺ θεναὔρῃς τὴ χαρά σου!

Ἀπὸ τὴν πρώτη πράξη τῆς ἐπικείμενης ἔκδοσης
τοῦ Ὄλαφ Λίλιεκρανς, ποὺ πρρωτομεταφράζεται
στὴν Ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλο.