[Ἀπὸ τὸν Τέριε Βίγκεν.]
Ζοῦσε παράξενος στὴν ὄψη ψαρομάλλης
στὴν ἐρημιὰ τοῦ μακρυνοῦ τενάγους·
αὐτὸς ποτὲ δὲν ἔβλαψε ἄνθρωπο κανένα
στὴ χώρα πέρα ὁλάκερη, τὸν πόντο·
ἀλλὰ στιγμὲς τὰ μάτια του μυστήρια λάμπαν,..
ἀνήμερη σὰ ᾽ρχόταν καταιγίδα,..
κι ὁ κόσμος νόμιζε πὼς ἦταν τρελλαμένος·
καὶ λίγοι ὑπῆρχαν ποὺ τὸν τρόμο δέν ἐνοιῶθαν
τὴν ὥρα ποὺ πλησίαζε ὁ Τέριε Βίγκεν.