[Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γκέοργκ Μπράντες (Georg Brandes): Henrik Ibsen-Björnstjerne Björnson, Critical Studies, authorised translation by Jessie Muir, revised with an instroduction by William Archer, W. Heinemann, London 1899, σὲ μετάφραση τοῦ Θεοδόδη Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλου.]

Ὁ Ἑρρῖκος Ἴψεν δέν εἰν’ ἕνας χαρούμενος ποιητής. Ἕνας χαρούμενος ποιητὴς νωρίς, ἂν ὄχι ἀμέσως, βρίσκει μέσα του μιὰ μυστήρια πηγὴ ὕλης, νέων θεμάτων, μιᾶς ὄμορφης καὶ καθαρῆς ἔκφρασης ὅλων ὅσα δύναται νὰ ἐκφράσῃ κατὰ τὴ συγκεκριμένη φάση τῆς ἐξελίξεώς του. Ἕνας τέτοιος ποιητὴς πιθανὸν θὰ παραγάγῃ κατὰ τὸ διάβα τοῦ χρόνου σημαντικώτερα ἔργα ἀπὸ τὸ πρῶτο καί, ἀντίστοιχα μὲ τὴν πρόοδο τῆς σκέψεώς του, θὰ φανῇ ἱκανὸς συχνὰ ν’ ἀλλάξῃ τὴ μορφὴ ἢ τὸ ὕφος τῆς τέχνης του· ἀλλὰ κάθε του ἔργο θἆναι τέλειο κατὰ τὸ εἶδος του, κι ὅλα τους — παρὰ τὶς διαφορές — ἔχουν δύο κοινὰ σημεῖα: τὸ ἀποτύπωμα τῆς ὀμορφιᾶς κ’ ἐκεῖνο τοῦ ἰδίου τοῦ πνεύματός του. Δέν συμβαίνει ἐτοῦτο στὰ θεατρικὰ ἔργα τοῦ Ἴψεν καὶ στὰ ποιήματά του. Ξεκινάει ξανά καὶ ξανά, κάθε φορά, ὡς νἄτρεχε πρὶν ἀπὸ τὸ ἅλμα ποὺ θὰ τὸν φέρῃ στὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ὅμως, γιὰ πολύ καιρὸ φαίνεται λές καὶ τὸ ἅλμα δὲν θὰ ἐπιχειρηθῇ ποτέ. Ἡ ἰδιοφυΐα του δέν ἠρεμεῖ· συστρέφεται σὰν ἄρρωστο, ἀκάματο παιδί· τὴ μιά ψάχνει ἀνάμεσα στὰ ὄνειρα καὶ τὶς σκέψεις, ἀλλὰ δέν τὰ βρίσκει ἀρκετὰ εὐκρινῆ ἢ ἱκανὰ νὰ προβοῦν στὴ γύμνια τῆς ζωντάνια τους· τὴν ἄλλη ψάχνει καὶ βρίσκει ἕν’ ἀψεγάδιαστο ὕφασμα, καλύπτεται μ’ ἐκεῖνο, ὥστε νὰ καταστῇ ἀγνώριστος σχεδόν· ἀναζητεῖ ἕνα ὕφος -ὄχι, κάτι περισσότερο: μιὰ γλῶσσα· ἔπειτα πετάει μακριὰ κάθετί ποὺ ἀνεκάλυψε, συνειδητοποιεῖ ἐπὶ μακρὸν πὼς ὅποιο δάνειο εἶναι σκέττη ζημία, καὶ μοχθεῖ ὡσότου ἐν τέλει ἀποκτήσῃ ἐκεῖνο τὸν πραγματικό του ἑαυτό.